ποντικοφάρμακο

ποντικοφάρμακο
το средство от мышей

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ποντικοφάρμακο" в других словарях:

  • ποντικοφάρμακο — το, Ν δηλητήριο για εξολόθρευση ποντικών …   Dictionary of Greek

  • ποντικοφάρμακο — το φάρμακο, δηλητήριο για εξόντωση ποντικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζερνίκι — το ποντικοφάρμακο που περιέχει αρσενικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σερνίκι < ασερνίκι < αρσενίκι < αρσενικό] …   Dictionary of Greek

  • κουμαρίνη — Χημική ετεροκυκλική ένωση με μοριακό τύπο C9H6O2, η οποία συναντάται σε πολλά φυτά, από τα οποία παραλαμβάνεται με εκχύλιση ή συνθετικά ξεκινώντας από απλούστερες ενώσεις, κατά την αντίδραση των Μπερτανίνι Πέρκιν. Πρόκειται για στερεή,… …   Dictionary of Greek

  • μυοκτόνος — ο (ΑΜ μυοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει τα ποντίκια («γαλῆν τῶν μυοκτόνων», Τζέτζ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μυοκτόνο φάρμακο με το οποίο εξολοθρεύονται τα ποντίκια, ποντικοφάρμακο αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυοκτόνος είδος τού φυτού ακονίτου, το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»